- μοχλευτικός
- μοχλ-ευτικός, ή, όν,A of or by means of leverage, τρόπος, ἐνέργημα, Orib.49.2.7, 49.12.8; μοχλευτικόν τι καὶ κινητικὸν τῶν ἐμμόνων νοσημάτων capable of dislodging, Antyll. ap. eund.6.23.12; μ. ἐργαλεῖον Sch. E.Ph. 1155.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.